ἄκαιρος — ill timed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek
ἀκαιρότερον — ἄκαιρος ill timed adverbial comp ἄκαιρος ill timed masc acc comp sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατα — ἄκαιρος ill timed adverbial superl ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατον — ἄκαιρος ill timed masc acc superl sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαίρως — ἄκαιρος ill timed adverbial ἄκαιρος ill timed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαιρον — ἄκαιρος ill timed masc/fem acc sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότερα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότεροι — ἄκαιρος ill timed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)