άκαιρος

άκαιρος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έγινε στην κατάλληλη ώρα: Η επέμβασή σου στην υπόθεση αυτή ήταν άκαιρη.
2. ανάρμοστος: Τα λόγια που είπε το λιγότερο ήταν άκαιρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄκαιρος — ill timed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαιρότερον — ἄκαιρος ill timed adverbial comp ἄκαιρος ill timed masc acc comp sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότατα — ἄκαιρος ill timed adverbial superl ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότατον — ἄκαιρος ill timed masc acc superl sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαίρως — ἄκαιρος ill timed adverbial ἄκαιρος ill timed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαιρον — ἄκαιρος ill timed masc/fem acc sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότερα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότεροι — ἄκαιρος ill timed masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”